- ασφάλεια
- Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά ζημιών), ή να καταβάλει ένα ποσό εφάπαξ ύστερα από κάποιο γεγονός το οποίο έχει σχέση με την ανθρώπινη ζωή (α. ζωής).
Κάθε άτομο αντιμετωπίζει καθημερινά ατέλειωτη σειρά κινδύνων, μερικοί από τους οποίους είναι τέτοιοι που μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη αναστάτωση σε όσους θιγούν από τις συνέπειές τους: από τον κίνδυνο να δει κανείς να καίγεται το σπίτι του, να πέσει θύμα κλοπής ή να χάσει τα έπιπλά του σε μια καταστροφή μέχρι και να πεθάνει πρόωρα, αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του χωρίς επαρκή μέσα συντήρησης. Υπογράφοντας μια σύμβαση α., το προνοητικό άτομο απαλλάσσεται, στο μέτρο του δυνατού, από τον κίνδυνο που το απειλεί και στη θέση του τον αναλαμβάνει ο ασφαλιστής. Σκοπός όμως της α. δεν είναι η απλή μεταβίβαση του κινδύνου από ένα πρόσωπο σε άλλο. Επειδή το ασφάλιστρο είναι οπωσδήποτε αρκετά κατώτερο από την αποζημίωση που οφείλεται στον ασφαλιζόμενο, σε περίπτωση ατυχήματος, η ζημιά που ο τελευταίος θα απέφευγε, θα επιβάρυνε αντίθετα τον ασφαλιστή. Και η σύμβαση θα κατέληγε έτσι σε ένα είδος στοιχήματος μεταξύ των δύο ατόμων, ως προς το αν θα συμβεί ή όχι το ατύχημα, στοιχήματος στο οποίο το κερδιζόμενο ποσό θα ήταν η διαφορά μεταξύ του ασφαλίστρου και του ασφαλιζόμενου ποσού. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον οικονομικό ρόλο του ασφαλιστή στον σύγχρονο κόσμο είναι ότι αυτός δεν μπορεί να είναι απλός ιδιώτης που ριψοκινδυνεύει μια μεμονωμένη κερδοσκοπική πράξη, αλλά αντίθετα οφείλει να είναι μια μεγάλη επιχείρηση (κατά τον ελληνικό νόμο, ανώνυμη εταιρεία), η οποία, ενεργώντας επαγγελματικά και σε ευρεία κλίμακα, αναλαμβάνει πολλούς και ποικίλους κινδύνους. Συγκεντρώνοντας τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν όλοι οι ασφαλιζόμενοι, η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί έτσι να σχηματίσει ένα χρηματικό κεφάλαιο αρκετά μεγάλο για να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στον σχετικά μικρό αριθμό εκείνων για τους οποίους το γεγονός που φοβούνται πραγματοποιείται. Αυτό είναι δυνατό γιατί (εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως ο πόλεμος και οι σεισμοί, τις οποίες οι ιδιωτικοί ασφαλιστές αρνούνται κατά κανόνα να καλύψουν) από όλα τα ασφαλισμένα κατά του κινδύνου πυρκαγιάς ακίνητα, μόνο ορισμένα παίρνουν φωτιά και από τα πολυάριθμα άτομα μιας δεδομένης ηλικίας που έχουν κάνει α. ζωής, μόνο ορισμένα πεθαίνουν κάθε χρόνο. Προσεκτικές στατιστικές διαπιστώσεις των γεγονότων του παρελθόντος, καθώς και οι υπολογισμοί με βάση τον μαθηματικό αναλογισμό είναι τα μέσα που επιτρέπουν στην ασφαλιστική επιχείρηση να εκτιμήσει από πριν με αρκετή ακρίβεια τον πιθανό αριθμό πυρκαγιών, θανάτων κλπ. σχετικά με έναν δεδομένο τύπο κινδύνου και μία δεδομένη μελλοντική περίοδο· αν και οι ασφαλιζόμενοι από την επιχείρηση κίνδυνοι είναι αρκετά διαφοροποιημένοι (η εταιρεία δεν θα περιοριστεί π.χ. να ασφαλίσει κατά της πυρκαγιάς όλα τα ακίνητα της ίδιας συνοικίας) και ο αριθμός τους ποσοτικά επαρκής, ο νόμος των μεγάλων αριθμών θα ενεργήσει ώστε, από την άποψη των πρακτικών αποτελεσμάτων, η δυνατότητα να μπορεί να θεωρηθεί βεβαιότητα. Έχοντας έτσι εκτιμήσει (πάντοτε με ένα συνετό περιθώριο) το ποσοστό των ατυχημάτων που αντιστοιχεί σε κάθε τύπο κινδύνου, η ασφαλιστική επιχείρηση είναι σε θέση να καθορίσει το ύψος των ασφαλίστρων που θα ζητήσει από τους ασφαλισμένους κατά τέτοιον τρόπο ώστε, όταν θα έχουν συγκεντρωθεί αυτά τα ασφάλιστρα, να μπορούν να αποτελούν ένα κεφάλαιο επαρκές για την αντιμετώπιση όχι μόνο των αποζημιώσεων που θα πρέπει να καταβληθούν (τεχνικό αποθεματικό) αλλά και των άλλων επιβαρύνσεων που συνεπάγεται η διαχείριση (όπως οι διοικητικές δαπάνες, οι προμήθειες των πρακτόρων, οι φόροι κλπ., αλλά και ένα ικανοποιητικό κέρδος για τον ίδιο τον επιχειρηματία). Ανακύπτει φυσικά, σε αυτό το σημείο, η ακόλουθη αντίρρηση: αν το ασφάλιστρο, όπως αναφέρθηκε, έχει καθοριστεί κατά τρόπο που να μην καλύπτει μόνο τον κίνδυνο, αλλά να επιτρέπει επίσης στον ασφαλιστή να κάνει χρυσές δουλειές, ποια είναι η ωφέλεια για τον ασφαλισμένο; Δεν πληρώνει ο τελευταίος αυτή την υπηρεσία περισσότερο απ’ όσο αξίζει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των πιθανοτήτων που αναφέρθηκαν παραπάνω; Η απάντηση είναι ότι η εξάλειψη του κινδύνου και η εξασφάλιση του μέλλοντος έχουν για τους ασφαλισμένους μια οικονομική αξία χωρίς άλλο πολύ ανώτερη από το ποσό που θα εισπραχθεί ως αποζημίωση· κι αυτό γιατί, με βάση ένα μέσο βιοτικό επίπεδο, η ζημιά που θα είχε το θύμα ενός ατυχήματος είναι αναμφισβήτητα πολύ μεγαλύτερη από τις θυσίες που δέχτηκαν όλοι οι ασφαλισμένοι για να συμβάλουν στην προβλεπόμενη από τον νόμο αποζημίωσή του.
Η α. αποτελεί έτσι όχι μόνο μια πράξη πρόνοιας για τα άτομα αλλά, με την κατανομή και τον συμψηφισμό του κινδύνου μεταξύ τους, αυξάνει την οικονομική ευημερία και συμβάλλει, στον ίδιο βαθμό με κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα, στον σχηματισμό του εθνικού εισοδήματος.
Ιστορία. Παραδείγματα οικονομικής δραστηριότητας που είχε κατά κάποιον τρόπο ασφαλιστικούς σκοπούς συναντούμε και στην πιο μακρινή αρχαιότητα. Αλλά η α. με την καθαυτό σημασία της θεωρείται ότι εμφανίστηκε στην τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα, με την εξάπλωση των ναυτικών ανταλλαγών, σε μορφή α. των πλοίων και των φορτίων που μετέφεραν. Είναι φυσικό ότι λίκνο αυτών των α. των θαλάσσιων μεταφορών υπήρξαν οι ναυτικές ιταλικές πόλεις. Στη Γένοβα, με τον δόγη Γκαμπριέλε Αντόρνο, η α. αναγνωρίζεται νομικά για πρώτη φορά σε έναν νόμο της 21ης Οκτωβρίου 1369. Παύοντας πια να θεωρείται με το μέτρο του παιχνιδιού της τύχης, μπορεί έτσι να σταθεροποιηθεί και να συγκεκριμενοποιήσει την τεχνική της τελειοποίηση σ’ ένα ντοκουμέντο: το ασφαλιστήριο, στο οποίο έχουν καθοριστεί με αποδεικτική αξία οι συμβατικές διατάξεις. Με την ανάπτυξη, από το τέλος του 18ου αι., της νεότερης εμπορευματικής οικονομίας, εξαφανίζεται τελειωτικά ο ατομικός ασφαλιστής και η α. γίνεται τυπική δραστηριότητα μεγάλης επιχείρησης, παίρνοντας τη φυσιογνωμία που τη χαρακτηρίζει και σήμερα. Τελειοποιείται ο μαθηματικός αναλογισμός και αναπτύσσονται, στις πιο προοδευμένες χώρες, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες, συνδεδεμένες μεταξύ τους με διεθνείς συμφωνίες αντασφάλισης, συγκεντρώνουν γιγαντιαία κεφάλαια και κατέχουν θέση πρώτου μεγέθους στη χρηματαγορά. Τεράστια είναι η σημασία που αποκτούν σε διεθνή κλίμακα οι Lloyd’s του Λονδίνου (που δεν είναι, όπως γενικά πιστεύεται, μια ασφαλιστική εταιρεία, αλλά μάλλον ένα είδος χρηματιστηρίου των κινδύνων) με τους οποίους συνεργάζονται όλοι οι μεσάζοντες της ασφάλισης, που στα αγγλικά ονομάζονται insurance brokers, συνδικαλισμένοι στην ομώνυμη συντεχνία. Lloyd’s ήταν στην αρχή το όνομα του καφενείου, όπου κατά τον 16o αι. συνέρχονταν οι ναυτικοί ασφαλιστές, περιμένοντας τους πελάτες. Παράλληλα με την ανάπτυξη της ασφαλιστικής δραστηριότητας πολλαπλασιάζονται οι μορφές εγγύησης: από την α. των θαλάσσιων, χερσαίων και αεροπορικών μεταφορών, έως την α. κατά των κλοπών, του χαλαζιού, των ατυχημάτων και έως την αστική ευθύνη και οποιονδήποτε άλλο κίνδυνο που προσφέρεται σε στατιστική εκτίμηση.
Μορφές α. Θεμελιωμένοι στο σύνολό τους επάνω σε ένα ουσιώδες στοιχείο, την ύπαρξη κινδύνου, οι αναρίθμητοι και ποικίλοι τύποι α. μπορούν να υποδιαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: τις α. κατά ζημιών και τις α. ζωής. Στις α. κατά ζημιών, ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να πληρώσει στον ασφαλισμένο τις απώλειες που προκύπτουν από την επαλήθευση ενδεχόμενων κινδύνων. Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι η αρχή που έχει καθιερωθεί για τις αποζημιώσεις: η αποζημίωση που οφείλεται από τον ασφαλιστή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβεί την πραγματική ζημιά που υπέστη ο ασφαλισμένος, ο οποίος δεν πρέπει να θεωρήσει το ατύχημα ευκαιρία πλουτισμού ή κερδοσκοπίας και γι’ αυτό οφείλει να έχει ένα πραγματικό οικονομικό συμφέρον προς αποζημίωση. Με βάση αυτή την αρχή, ο νόμος προβλέπει την ακυρότητα ή τη διόρθωση της σύμβασης στην περίπτωση της υπερασφάλισης (όταν έχει προβλεφθεί αποζημίωση ανώτερη από την αξία του ασφαλισμένου πράγματος) και, στην αντίθετη περίπτωση, της υπασφάλισης, την εφαρμογή της αναλογικής αρχής, σύμφωνα με την οποία ο ασφαλισμένος βαρύνεται με ένα μέρος της ζημιάς ανάλογο με τον ακάλυπτο κίνδυνο.
Η α. ζωής, αντίθετα, δεν είναι σύμβαση αποζημίωσης, αλλά πρόνοιας και αποταμίευσης. Δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη ζημίας· τόσο το ποσό που ο ασφαλιστής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει όσο και το ασφάλιστρο που εισπράττει είναι αντίθετα υπολογισμένα σε σχέση με τη διάρκεια της ζωής του ασφαλισμένου και μπορεί να προβλεφθεί σχετικά οποιοδήποτε ποσό. Το τυχαίο δεν συνίσταται πια στο αν θα συμβεί ή όχι ένα γεγονός (ο θάνατος) αλλά στη χρονική στιγμή κατά την οποία αυτό θα συμβεί. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι α. με την ένδειξη αιτία θανάτου και περιπτώσεις ζωής (δηλαδή της επιβίωσης ύστερα από ορισμένη ηλικία) και οι μεικτές. Στην πρώτη περίπτωση ο δικαιούχος δεν μπορεί παρά να είναι ένα πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο· μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο και εκείνος που ορίζει η σύμβαση, αλλά για να αποφευχθούν επικίνδυνες κερδοσκοπίες επάνω στη ζωή ενός άλλου, στις α. αιτία θανάτου ενός τρίτου, ο νόμος απαιτεί τη γραπτή συναίνεση του τελευταίου. Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό αποταμίευσης προς τον οποίο πρέπει να τείνει η α. ζωής, μπορούμε να παραχωρήσουμε στον ασφαλισμένο ιδιαίτερες διευκολύνσεις, όπως είναι η δυνατότητα να ζητήσει την εξαγορά της ασφάλισης (ανακτώντας ένα μέρος των ασφαλίστρων που καταβλήθηκαν) ή ακόμα τη μείωσή της (στην τελευταία αυτή περίπτωση σταματά η καταβολή ασφαλίστρων και η α. παραμένει εξίσου έγκυρη για ένα μικρότερο ποσό).
Η μεγάλη σημασία και η έκταση που πήρε η α. στη σύγχρονη οικονομία ανάγκασε το κράτος να τη θέσει κάτω από κανόνες και ελέγχους, για να κατοχυρώνονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Έτσι στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ειδική νομοθεσία, η α. ασκείται μόνο από ανώνυμη εταιρεία, προβλέπεται ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο έχει καταβληθεί για κάθε είδους κίνδυνο, καθώς και σύστημα ασφαλιστικής τοποθέτησης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής εταιρείας, για να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Ακόμα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται σε κρατική εποπτεία, που την ασκεί το Συμβούλιο Εποπτείας Α.
Στην Ελλάδα λειτουργούν αρκετές εγχώριες και αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Περισσότερο ανεπτυγμένοι κλάδοι ασφαλιστικών εργασιών είναι αυτοί των ατυχημάτων (κυρίως αυτοκίνητα) και του κινδύνου της πυρκαγιάς. Επιδιώκεται ακόμα μετά τη μεγάλη ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας να πραγματοποιούνται και στην Ελλάδα α. πλοίων, ενώ η α. ζωής, παρά τις προσπάθειες, την έκπτωση από τη φορολογία εισοδήματος των ασφαλίστρων κλπ. δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένη, αν συγκριθεί μάλιστα με τις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όπου από την α. ζωής συγκεντρώνεται σημαντικό μέρος της ιδιωτικής αποταμίευσης που διοχετεύεται στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
Στις διάφορες μορφές α. που μπορούν να συναφθούν εθελούσια με τις ιδιωτικές εταιρείες, τις οποίες εξετάσαμε έως τώρα, προστέθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες πολυάριθμες άλλες μορφές α. με άμεση συμμετοχή του κράτους ή εμπιστευμένες σε δημόσια ιδρύματα, δημιουργημένα γι’ αυτό τον σκοπό και που συχνά ενέχουν τον χαρακτήρα του αυτοματισμού και είναι υποχρεωτικές. Πρόκειται εδώ είτε για κινδύνους που εξαιτίας του μεγέθους τους θα ήταν γενικά υπερβολικά επαχθείς για να μπορούν να αναληφθούν από μια ιδιωτική επιχείρηση (όπως η α. εναντίον των πυρηνικών κινδύνων, της ανεργίας, των πολιτικών κινδύνων που πλήττουν το εξαγωγικό εμπόριο κλπ.) είτε για α. που σε χώρες περισσότερο εξελιγμένες θεωρείται ότι οφείλουν, για λόγους κοινωνικής σκοπιμότητας, να λειτουργούν με ζημία, δηλαδή με τη δαπάνη προς χάρη των ασφαλισμένων ποσών μεγαλύτερων από εκείνα που κατέβαλαν με μορφή εισφορών. Αυτές είναι οι κοινωνικές ασφαλίσεις, που περιλαμβάνουν μια ευρεία κλίμακα κινδύνων, από το εργατικό ατύχημα έως την ασθένεια και τα γηρατειά. Βλ. λ. ασφάλιση, κοινωνική.
ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΟΙ ΤΥΠΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
* * *η (AM ἀσφάλεια) [ασφαλής]1. σταθερότητα, σιγουριά2. προφύλαξη και προστασία από κίνδυνο3. εξασφάλιση, διασφάλιση4. εγγύηση, υποθήκηνεοελλ.1. ασφαλιστική εταιρεία2. ασφαλιστικό συμβόλαιο3. το ποσό με το οποίο ασφαλίζεται κάποιος4. η ασφαλιστική εγκοπή του όπλου5. φρ. α) «ασφάλεια ατυχήματος» — παροχή ασφάλειας για την περίπτωση που αφορά σε πρόσωπα και περιουσιακά στοιχεία6) «ασφάλεια ζωής» — μέθοδος κατά την οποία αποδίδεται ορισμένο κεφάλαιο στους κληρονόμους του ασφαλισμένουγ) «ηλεκτρική ασφάλεια» — διάταξη ασφάλειας που διακόπτει το κύκλωμα όταν αυτό έχει υπερφορτωθείδ) «Συμβούλιο Ασφάλειας» — το πιο ουσιώδες όργανο του ΟΗΕ, που επιδιώκει την επίτευξη ανακωχών, καταπαύσεων του πυρός και επιτήρηση από διεθνείς παρατηρητές ζωνών όπου είναι πιθανόν να δημιουργηθούν επεισόδιαε) «Σώματα Ασφαλείας» — οι κρατικές, αστυνομικές κυρίως, υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή του νόμου και την τήρηση της τάξης σε μια χώραστ) «συλλογική ασφάλεια» — σύστημα με το οποίο τα κράτη έχουν προσπαθήσει να εμποδίσουν ή να σταματήσουν τους πολέμουςμσν.1. περιορισμός προσώπου σ' ένα χώρο2. φυλάκισηαρχ.1. το να μην παραπατάει, να μη σκοντάφτει κάποιος2. φρ. «ἡ ἰδία ἀσφάλεια» — η προσωπική ασφάλεια ενός ατόμου3. ειδική άδεια για να περάσει κανείς σε απαγορευμένη περιοχή4. «ἀσφάλειαι» — περίοδοι ειρήνης5. «ἀσφάλεια λόγου» — πειστικότητα ή βεβαιότητα ενός επιχειρήματος.
Dictionary of Greek. 2013.